- θρασύτολμος
- θρᾰσύ-τολμος [ῠ], ον,A bold, Cat.Cod.Astr.8(4).212.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασύτολμος — θρασύτολμος, ον (ΑΜ) θαρραλέος και τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. ά τολμος, παρά τολμος] … Dictionary of Greek
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek